- ἄπρακτον
- ἄπρᾱκτον , ἄπρακτοςunavailingmasc/fem acc sgἄπρᾱκτον , ἄπρακτοςunavailingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
бездѣльныи — (31) пр. 1.Пребывающий без дела, не работающий, праздный: всѩко възисканье виновныхъ моукъ. оупражнѩеть(с). ˫ако бездѣльны соуть. и преже пасхы •з҃• д҃нии и •з҃• по пасцѣ... ни плищь видить(с) ни соуди гл(с)тьсѩ. (ἄπρακτοι) ПНЧ XIV, 202г;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
δίδαγμα — το (ΑΝ) [διδάσκω] μάθημα, απόδειξη, διδασκαλία («τα διδάγματα τού Ευαγγελίου») νεοελλ. 1. επιστημονικό ή φιλοσοφικό πόρισμα, κανόνας, αξίωμα, δόγμα («ηθικό, φιλοσοφικό δίδαγμα») 2. μάθημα που βασίζεται στην πείρα («τα διδάγματα τής ιστορίας») αρχ … Dictionary of Greek